Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζάρι — το, Ν (παλ. τ.) κάλυμμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek